- ἀνάξιε
- ἄναξιςbringing upfem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic)ἀνάξιοςunworthymasc voc sgἀνάξιοςunworthymasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνάξι' — ἀνάξιι , ἄναξις bringing up fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀνάξιε , ἄναξις bringing up fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἀνάξια , ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξια , ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξιε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάινος — λάϊνος, ΐνη, ον και λαΐνεος, έα, ον (Α) [λάας] 1. κατασκευασμένος από λίθο ή από μάρμαρο («πάντη γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά, σκληρόκαρδος («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek